Πατήστε το πλήκτρο "Enter" για να μεταβείτε στο περιεχόμενο

ΔΕΕ – Άρθρο 203 Οδηγίας ΦΠΑ: Μια σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης μπορεί να θεωρηθεί ως τιμολόγιο κατά την εν λόγω διάταξη, υπό προϋποθέσεις

Στην υπόθεση C‑235/21, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Σλοβενία), με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112 έχει την έννοια ότι μια σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης, κατόπιν της σύναψης της οποίας δεν εκδόθηκε τιμολόγιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, μπορεί να θεωρηθεί τιμολόγιο κατά την εν λόγω διάταξη και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει υποχρεωτικώς να περιέχει η σύμβαση αυτή προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί τιμολόγιο.
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν απαιτείται συναφώς να εξεταστεί αν από την οικεία σύμβαση προκύπτει αντικειμενικώς η βούληση του πωλητή ή του παρέχοντος υπηρεσίες να μπορεί η εν λόγω σύμβαση να δημιουργήσει στον αγοραστή την πεποίθηση ότι θα έχει τη δυνατότητα να προβεί, βάσει αυτής, σε έκπτωση του ΦΠΑ εισροών, όπως θα συνέβαινε εάν είχε εκδοθεί τιμολόγιο.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι ο ΦΠΑ που αναγράφεται σε τιμολόγιο οφείλεται από τον εκδότη του τιμολογίου αυτού, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει υποστατή φορολογητέα πράξη.

Το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σκοπεί στην εξάλειψη του κινδύνου απώλειας φορολογικών εσόδων τον οποίο ενδέχεται να δημιουργεί το δικαίωμα έκπτωσης που προβλέπεται στην οδηγία αυτή.

Όσον αφορά το άρθρο 226 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, τα στοιχεία που αναγράφονται υποχρεωτικώς στα τιμολόγια έχουν ως σκοπό να καταστήσουν δυνατό στις φορολογικές υπηρεσίες τον έλεγχο της καταβολής του οφειλόμενου φόρου και, ενδεχομένως, της ύπαρξης δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ.

Αφετέρου, η θεμελιώδης αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ επιτάσσει να γίνεται δεκτή η έκπτωση του φόρου αυτού επί των εισροών εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία οι υποκείμενοι στον φόρο παρέλειψαν να τηρήσουν ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, εφόσον η φορολογική αρχή διαθέτει τα αναγκαία στοιχεία για να διαπιστώσει ότι πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις δεν μπορεί να επιβάλει, όσον αφορά το δικαίωμα του υποκείμενου στον φόρο να προβεί σε έκπτωση του φόρου, πρόσθετες προϋποθέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος αυτού.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η φορολογική αρχή δεν δύναται να μην αναγνωρίσει ότι συντρέχει δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ απλώς και μόνο διότι ένα τιμολόγιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται βάσει του άρθρου 226, σημεία 6 και 7, της οδηγίας ΦΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια διαθέτει όλα τα στοιχεία για να εξακριβώσει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του εν λόγω δικαιώματος.

Βέβαια, η σχέση μεταξύ, αφενός, της ύπαρξης συννόμως εκδοθέντος τιμολογίου και, αφετέρου, του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ δεν υφίσταται άνευ ετέρου, υπό την έννοια ότι, πρώτον, το δικαίωμα αυτό συνδέεται, κατ’ αρχήν, με την οικεία παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών η οποία πραγματοποιήθηκε όντως και, δεύτερον, η άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση δεν καταλαμβάνει φόρο που οφείλεται αποκλειστικώς επειδή αναγράφεται σε τιμολόγιο.

Εντούτοις, στο μέτρο που σκοπός του άρθρου 203 της οδηγίας 2006/112 είναι η εξάλειψη του κινδύνου απώλειας φορολογικών εσόδων, ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αποφευχθεί στην περίπτωση που η φορολογική διοίκηση διαθέτει τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ, ανεξαρτήτως του αν ο ΦΠΑ αναγράφεται σε έγγραφο το οποίο φέρει τον τίτλο «Τιμολόγιο» ή σε άλλο έγγραφο, όπως η σύμβαση που έχουν συνάψει τα μέρη.

Ως εκ τούτου, για να μπορεί να αναγνωριστεί ως τιμολόγιο, κατά την έννοια του άρθρου 203 της οδηγίας, ένα έγγραφο πρέπει, αφενός, να αναγράφει τον ΦΠΑ και, αφετέρου, να περιέχει τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στις διατάξεις του επιγραφόμενου «Περιεχόμενο των τιμολογίων» τμήματος 4 του κεφαλαίου 3, τίτλος XI, της οδηγίας, τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να μπορεί η φορολογική αρχή να προσδιορίσει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ.

Συναφώς, στην περίπτωση που το επίμαχο έγγραφο είναι σύμβαση, δεν απαιτείται να εξεταστεί αν από το οικείο έγγραφο προκύπτει αντικειμενικώς η βούληση των συμβαλλομένων μερών να αποτελεί το έγγραφο αυτό τιμολόγιο το οποίο μπορεί να δημιουργήσει σε έναν από τους συμβαλλόμενους την πεποίθηση ότι θα έχει τη δυνατότητα, βάσει της σύμβασης αυτής, να προβεί σε έκπτωση του ΦΠΑ εισροών.

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης που ασκούν επιρροή συναφώς και, ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των διατάξεων της σύμβασης πώλησης και επαναμίσθωσης, αν η σύμβαση αυτή περιέχει πράγματι τις αναγκαίες εν προκειμένω πληροφορίες προκειμένου η φορολογική αρχή να είναι σε θέση να προσδιορίσει αν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ.

Όσον αφορά το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης ανέφερε μεν το ποσό του ΦΠΑ, αλλά όχι τον συντελεστή του φόρου, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο συντελεστής μπορούσε παρά ταύτα να συναχθεί από τη σύμβαση.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ έχει την έννοια ότι μια σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης, κατόπιν της σύναψης της οποίας δεν εκδόθηκε τιμολόγιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, μπορεί να θεωρηθεί ως τιμολόγιο κατά την εν λόγω διάταξη, στην περίπτωση που η σύμβαση περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου η φορολογική διοίκηση κράτους μέλους να είναι σε θέση να προσδιορίσει αν πληρούνται εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση του ΦΠΑ, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι
το άρθρο 203 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι μια σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης, κατόπιν της σύναψης της οποίας δεν εκδόθηκε τιμολόγιο από τα συμβαλλόμενα μέρη, μπορεί να θεωρηθεί ως τιμολόγιο κατά την εν λόγω διάταξη, στην περίπτωση που η σύμβαση περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου η φορολογική διοίκηση κράτους μέλους να είναι σε θέση να προσδιορίσει αν πληρούνται εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του δικαιώματος προς έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Δείτε ολόκληρη την απόφαση ΔΕΕ στο φορολογικό αρχείο του κόμβουSource