Πατήστε το πλήκτρο "Enter" για να μεταβείτε στο περιεχόμενο

Εγγυητική επιστολή ναυτιλιακών επιχειρήσεων – Η νέα απόφαση


Με την απόφαση 2212.2-3/92749/2021, η οποία εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 27/1975, καθορίζεται εκ νέου το είδος και το ποσό της τραπεζικής εγγύησης προς το Δημόσιο, που οφείλουν να υποβάλουν οι ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 καθώς και η διαδικασία για την κατάπτωση ή την επιστροφή της και ρυθμίζονται λοιπά θέματα, που αφορούν στην κατάθεση και διαχείριση αυτής, λαμβανομένης υπόψη της συμπλήρωσης του νομοθετικού πλαισίου με τα άρθρα 44 και 45 του ν. 4712/2020 και των κατά πάγια πρακτική σχετικών ενεργειών της διοίκησης.
 
Είδος, ποσό και αντικείμενο τραπεζικής εγγύησης (άρθρο 2)

1. Η τραπεζική εγγύηση προς το Δημόσιο για τη συμμόρφωση των γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα και των εξομοιούμενων με αυτές ημεδαπών επιχειρήσεων, προς τους όρους της απόφασης υπαγωγής τους στις διατάξεις του α.ν. 378/1968 και του άρθρου 25 του ν. 27/1975 παρέχεται με εγγυητική επιστολή που εκδίδεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από πιστωτικό ίδρυμα (τράπεζα) που εδρεύει στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει την απαιτούμενη αδειοδότηση για παροχή της υπηρεσίας αυτής στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4261/2014 (Α’ 107).

2. Η ανωτέρω εγγυητική επιστολή για κάθε γραφείο ή υποκατάστημα αλλοδαπής ναυτιλιακής επιχείρησης, καθώς και για τις ημεδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις ανέρχεται σε δέκα χιλιάδες (10.000) δολάρια ΗΠΑ και εκδίδεται σύμφωνα με Υπόδειγμα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Σε περίπτωση που η αλλοδαπή επιχείρηση εγκαθίσταται στην Ελλάδα με περισσότερα του ενός γραφεία ή υποκαταστήματα καταθέτει μια εγγυητική επιστολή, το ποσό της οποίας είναι ανάλογο του αριθμού των εγκαταστάσεων.

3. Η εγγύηση παρέχεται ανέκκλητα και ανεπιφύλακτα και το πιστωτικό ίδρυμα παραιτείται του δικαιώματος της διζήσεως και διαιρέσεως. Η εγγυητική επιστολή είναι αορίστου χρόνου και ισχύει για όλη τη διάρκεια ισχύος της απόφασης υπαγωγής της επιχείρησης στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως αναφέρεται στο σώμα αυτής και πάντως μέχρι την ενημέρωση του πιστωτικού ιδρύματος από τη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για την αποδέσμευση ή κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 και 5.
Στο σώμα της εγγυητικής επιστολής αναφέρονται τα στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, η ημερομηνία έκδοσης, ο αριθμός της εγγυητικής επιστολής, η Υπηρεσία της παρ. 1 του άρθρου 3 ως παραλήπτρια της εγγυητικής επιστολής, τα στοιχεία της ναυτιλιακής επιχείρησης υπέρ της οποίας εκδίδεται (η ακριβής επωνυμία και έδρα που αναγράφονται στην απόφαση υπαγωγής όπως εκάστοτε ισχύει), τα στοιχεία της απόφασης υπαγωγής και των αποφάσεων τροποποίησης αυτής, το ποσό το οποίο καλύπτει, οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει την εγγύηση σε περίπτωση κατάπτωσης καθώς και ο τρόπος ενημέρωσης του υπόχρεου πιστωτικού ιδρύματος για την κατάπτωση ή αποδέσμευσή της.

4. Σε περίπτωση που η εγγυητική επιστολή δεν είναι ορθή και πλήρης, σύμφωνα με το Υπόδειγμα και η ναυτιλιακή επιχείρηση, μετά τη σχετική ενημέρωση από την αρμόδια Υπηρεσία, δεν προβεί σε ενέργειες διόρθωσης με κατάθεση τροποποιητικής πράξης ή αντικατάστασή της με νέα, αυτή επιστρέφεται στο πιστωτικό ίδρυμα και θεωρείται ως μη κατατεθείσα.
 
Κατάθεση εγγυητικής επιστολής
(άρθρο 3)

1. Η κατάθεση εγγυητικής επιστολής του άρθρου 2 αποτελεί προϋπόθεση για την ισχύ της απόφασης υπαγωγής ναυτιλιακής επιχείρησης στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975. Η εγγυητική επιστολή κατατίθεται στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και κρατείται στην Υπηρεσία αυτή.

2. Η ναυτιλιακή επιχείρηση οφείλει να υποβάλει την εγγυητική επιστολή εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης υπαγωγής της στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975. Με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, η μη εμπρόθεσμη υποβολή επιφέρει την παύση ισχύος της απόφασης υπαγωγής από την έκδοσή της.
Σε περίπτωση που η ναυτιλιακή επιχείρηση καταθέσει την εγγυητική επιστολή μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, εφόσον η καθυστέρηση δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας αυτής και υπό την προϋπόθεση ότι αιτιολογημένα δεν οφείλεται σε υπαίτιες παραλείψεις της ναυτιλιακής επιχείρησης, η εκπροθέσμως κατατεθείσα εγγυητική επιστολή δύναται, με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής να γίνει αποδεκτή, οπότε η απόφαση υπαγωγής παραμένει σε ισχύ.

3. Σε περίπτωση τροποποίησης της απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, η ναυτιλιακή επιχείρηση οφείλει εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση της τροποποίησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να επικαιροποιήσει την εγγυητική επιστολή, με υποβολή νέας εγγυητικής επιστολής, προς αντικατάσταση της προηγούμενης ή με υποβολή τροποποιητικής πράξης της κατατεθειμένης εγγυητικής επιστολής. Η μη εμπρόθεσμη τήρηση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά παράβαση και επιφέρει κατάπτωση της προς επικαιροποίηση εγγυητικής επιστολής σύμφωνα με το άρθρο 4.

4. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 ισχύουν για την κατάθεση εγγυητικών επιστολών κατ’ εφαρμογή Υπουργικών αποφάσεων υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 και τροποποίησης αυτών, που δημοσιεύονται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας, όπως ορίζεται στο άρθρο 7.

5. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταθέσεως της εγγυητικής επιστολής κατ΄ εφαρμογή αποφάσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος της παρούσας, και εφόσον μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης δεν έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί απόφαση παύσης ισχύος ή ανάκλησης της υπαγωγής, η εγγυητική επιστολή δύναται να γίνει αποδεκτή με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

Κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής
(άρθρο 4)

1. Η εγγυητική επιστολή του άρθρου 2 καταπίπτει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου σε περίπτωση που διαπιστώνεται παράβαση από την επιχείρηση ή και το προσωπικό της των διατάξεων του α.ν. 378/1968 και ν. 27/1975, καθώς και των όρων της απόφασης υπαγωγής της ναυτιλιακής επιχείρησης στις διατάξεις αυτές.
Η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής πραγματοποιείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του ιδίου Υπουργείου.

2. Πριν την κατάπτωση της εγγύησης, η Υπηρεσία που εισηγείται, οφείλει να καλέσει τη ναυτιλιακή επιχείρηση να υποβάλει την αναφερόμενη στο άρθρο 4 του α.ν. 378/1968 (Α’ 82) έγγραφη έκθεση επί της προκαλούσης την κατάπτωση αιτίας. Η κλήση αποστέλλεται με απόδειξη παραλαβής στη δηλωθείσα διεύθυνση της εταιρείας υπόψη του νόμιμου εκπροσώπου αυτής ή ανακληθείσας της απόφασης υπαγωγής στον αντίκλητο που ορίζεται κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 3 της υπ’ αριθμ. 3122.18/03/13/11.12.2013 (Β΄3692) κοινής υπουργικής απόφασης και η επιχείρηση οφείλει να απαντήσει εντός δέκα (10) ημερών από την παραλαβή αυτής.

3. Το πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει την εγγύηση οφείλει να καταθέσει, στην αρμόδια για τη φορολογία της ναυτιλιακής επιχείρησης Δ.Ο.Υ., το ισότιμο της καταπεσούσης εγγύησης σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα καταβολής (ισοτιμία αναφοράς ΕΚΤ), μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και αφού επιστραφεί σε αυτήν το σώμα της εγγυητικής επιστολής. Το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να γνωρίσει το ανωτέρω εγγράφως στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, επισυνάπτοντας το πρωτότυπο Διπλότυπο Είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα δεν ανταποκριθεί, το ποσό της καταπεσούσης εγγύησης βεβαιώνεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προς είσπραξη, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Σε περίπτωση μερικής κατάπτωσης της εγγύησης, η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύματος παραμένει για το υπόλοιπο ποσό, μέχρι νεότερη ενημέρωσή του από τη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, για την κατάπτωση ή αποδέσμευσή του.

4. Η ναυτιλιακή επιχείρηση, προκειμένου να διατηρήσει την υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, οφείλει εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση σε αυτήν του σχετικού συστημένου εγγράφου με το οποίο επιστρέφεται η εγγυητική επιστολή στην Τράπεζα προς εκτέλεση της απόφασης κατάπτωσης, να καταθέσει στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, νέα τραπεζική εγγυητική επιστολή προς αντικατάσταση της καταπεσούσης. Η μη υποβολή της νέας εγγυητικής επιστολής αποτελεί παράβαση των όρων της απόφασης υπαγωγής και απώλεια της σχετικής προϋπόθεσης ισχύος της και συνιστά λόγο ανάκλησης αυτής. Η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων οφείλει, μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, εάν η εταιρεία δεν έχει υποβάλει τη νέα εγγυητική επιστολή, να ενημερώσει εγγράφως τη Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής προκειμένου αυτή να προβεί σε ενέργειες αρμοδιότητάς της. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής της εγγυητικής επιστολής, εφόσον δεν έχει υπογραφεί και πρωτοκολληθεί η απόφαση ανάκλησης της υπαγωγής, αυτή γίνεται δεκτή, με την προϋπόθεση ότι η καθυστέρηση έναντι της οριζόμενης στην παρούσα παράγραφο προθεσμίας δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

5. Για την κατάθεση νέας εγγυητικής επιστολής μετά από απόφαση κατάπτωσης η οποία εκδόθηκε πριν τη δημοσίευση της παρούσας και εφόσον έχει παρέλθει η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 4, η περίοδος τριμήνου του τελευταίου εδαφίου της ιδίας παραγράφου άρχεται από την ημερομηνία ισχύος της παρούσας απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 7.

Αποδέσμευση εγγυητικής επιστολής
(άρθρο 5)

1. Η αποδέσμευση της εγγυητικής επιστολής ή του υπολοίπου ποσού μερικώς καταπεσούσης εγγύησης πραγματοποιείται κατόπιν επιστροφής στην Τράπεζα του σώματος της εγγυητικής επιστολής και έκδοσης σχετικής βεβαίωσης της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την εγγύηση.

2. Η ναυτιλιακή επιχείρηση δύναται να αντικαθιστά την κατατεθειμένη εγγυητική επιστολή με υποβολή νέας και η αρμόδια Υπηρεσία επιστρέφει την προηγούμενη στο πιστωτικό ίδρυμα που την εξέδωσε, με βεβαίωση αποδέσμευσης αυτής.

3. Μετά την ανάκληση της απόφασης υπαγωγής, η κατατεθειμένη εγγυητική επιστολή ή το υπόλοιπο μερικώς καταπεσούσης εγγυητικής επιστολής, αποδεσμεύεται, κατόπιν έκδοσης σχετικής απόφασης του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με εισήγηση της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του ιδίου Υπουργείου, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι κατάπτωσης, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 44 και 45 του ν. 4712/2020.
Για την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, η ναυτιλιακή επιχείρηση οφείλει να υποβάλει στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού τα κατά περίπτωση πιστοποιητικά των αρμοδίων αρχών για διαπίστωση της εκπλήρωσης των πάσης φύσεων υποχρεώσεών της προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς και συγκεκριμένα:
α) Πιστοποιητικό της αρμόδιας για τη φορολογία της ναυτιλιακής επιχείρησης Δ.Ο.Υ. με το οποίο βεβαιώνεται κατόπιν διενέργειας ελέγχου ότι η επιχείρηση έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς το Δημόσιο με επισυναπτόμενες τις κοινοποιούμενες σε αυτήν σχετικές Εκθέσεις Ελέγχου.
β) Εφόσον η απόφαση υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, με την οποία σχετίζεται η εγγυητική επιστολή είναι προγενέστερη της 31-12-2005, Πιστοποιητικό της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής στο οποίο βεβαιώνεται ότι για την ναυτιλιακή επιχείρηση δεν διαπιστώνεται ύπαρξη εκκρεμοτήτων.
γ) Εφόσον η ανάκληση της απόφασης υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 με την οποία σχετίζεται η εγγυητική επιστολή είναι μεταγενέστερη της 29-07-2020, Πιστοποιητικό εκπλήρωσης των υποχρεώσεων προς τους ασφαλιστικούς φορείς.
Τα Υποδείγματα των Πιστοποιητικών της παρούσας παραγράφου καταρτίζονται με μέριμνα της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες των αρμόδιων για την έκδοση αυτών φορέων.

Καταργούμενες διατάξεις
(άρθρο 6)

Από τη δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως παύει να ισχύει η υπ’ αρ. 1246.3/5/94/1-12-1994 (Β΄919) κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας.
 
Έναρξη ισχύος
(άρθρο 7)

Η απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Δείτε την απόφαση στο αρχείο του κόμβου