Πατήστε το πλήκτρο "Enter" για να μεταβείτε στο περιεχόμενο

Κατώτατο μισθό στα 826 ευρώ προτείνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ

ΙΝΕ ΓΣΕΕ
https://www.inegsee.gr

Η κρίση κόστους ζωής στη χώρα μας, η οποία ακολούθησε την πανδημική κρίση και αλληλεπιδρά με αυτήν, έχει μειώσει σημαντικά την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, θέτοντας πολλές οικογένειες, ειδικά τις πιο ευάλωτες, σε κίνδυνο υλικής στέρησης. Ελλείψει αποτελεσματικών παρεμβάσεων οικονομικής πολιτικής, η σωρευτική διάβρωση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων και ο κίνδυνος αύξησης της ανισότητας απειλούν την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα. Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας ζήτημα για την κοινωνική συνοχή της χώρας και τη βιωσιμότητα της δυναμικής της οικονομίας να γίνουν ενεργητικές παρεμβάσεις εισοδηματικής πολιτικής και να ενεργοποιηθούν θεσμικές διαδικασίες στην αγορά εργασίας για την προστασία της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Στο πλαίσιο αυτό –και δεδομένου ότι οι κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις (που αφορούν μισθούς, ημερομίσθια, επιδόματα κ.λπ.) έχουν περιοριστεί σημαντικά και οι μισθολογικές ωριμάνσεις ειδικά των τριετιών έχουν παγώσει ως συνέπεια των μνημονιακών μέτρων, με αποτέλεσμα την αδυναμία προσαρμογής των ονομαστικών αμοιβών στις μεταβολές τόσο των τιμών, όσο και άλλων βασικών οικονομικών μεγεθών– ο κατώτατος μισθός αναδεικνύεται πλέον σε βασικό θεσμικό εργαλείο προστασίας του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και της οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ (2021, 2022) στις εκθέσεις του για τον κατώτατο μισθό έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι ο πρωταρχικός στόχος του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι η προστασία των εργαζομένων από μια χαμηλή αμοιβή η οποία δεν διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο κατώτατος μισθός προσδιορίζει ένα ελάχιστο όριο βιοτικού επιπέδου, που είναι κοινωνικά αποδεκτό στις δημοκρατίες, για εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της κατανομής των αμοιβών. Επιπλέον, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες και εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ο κατώτατος μισθός είναι ένας προωθητικός μηχανισμός της οικονομικής ανάπτυξης με σημαντική συμβολή στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης (ILO, 2022).

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη δήλωση του ILO για το μέλλον της εργασίας –κατά τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυσή του– υπογραμμίστηκε η σημασία της προστασίας των εργαζομένων μέσω του προσδιορισμού ενός «επαρκούς κατώτατου μισθού» (ILO, 2019), υπογραμμίζοντας παράλληλα τον κεντρικό ρόλο του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον καθορισμό του. Περαιτέρω, σε επίπεδο ΕΕ, ο κατώτατος μισθός έχει γίνει τα τελευταία δύο χρόνια το επίκεντρο συζητήσεων και σχετικών οδηγιών για την ανάγκη οι εργαζόμενοι να αμείβονται με δίκαιους και επαρκείς κατώτατους μισθούς, προάγοντας με τον τρόπο αυτό τα δικαιώματά τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα των εργαζομένων σε δίκαιες συνθήκες εργασίας.

Η αξιοπρεπής διαβίωση των εργαζομένων είναι μια συνθήκη που συνάδει πλήρως με τη στρατηγική της βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς που καθορίζει το πλαίσιο της Ατζέντας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την αειφόρο ανάπτυξη το 2030, στην υλοποίηση της οποίας έχει δεσμευτεί και η Ελλάδα. Η Ατζέντα 2030 αναγνωρίζει την πρωταρχική σημασία της πλήρους απασχόλησης, της ισότητας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανισότητας. Υποστηρίζει ότι οι αξιοπρεπείς αμοιβές επηρεάζουν θετικά τα επίπεδα εισοδήματος και κατανάλωσης των νοικοκυριών, συμβάλλουν στη μείωση των διακρίσεων κατά των νέων και των γυναικών, στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας, στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και στη μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού.

Εφόσον ο πρωταρχικός θεσμικός στόχος του κατώτατου μισθού είναι η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, τότε ο προσδιορισμός του ύψους του σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με τον προσδιορισμό του αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, δεδομένων των οικονομικών και των κοινωνικών συνθηκών της κάθε χώρας και των αντιλήψεών της για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η παραβίαση αυτής της αρχής όσον αφορά τον προσδιορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού συνεπάγεται την αποδυνάμωση και την υπονόμευση του ίδιου του θεσμού και της σημασίας του για την κοινωνική συνοχή και για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς οικονομική ανάπτυξη. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μεγάλη οικονομική κρίση του 2010 έχει αναδείξει με δραματικό τρόπο την ανάγκη μετάβασης της Ελλάδας σε ένα παραγωγικό και κοινωνικό περιβάλλον ανοικοδόμησης της οικονομίας της με επίκεντρο την προστασία της εργασίας (ΙΝΕ ΓΣΕΕ – ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ, 2020). Ο θεσμός του κατώτατου μισθού είναι καθοριστικός για τη δημιουργία προϋποθέσεων μετάβασης σε μια πιο ανθεκτική, βιώσιμη και δίκαιη οικονομία και κοινωνία.

Με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης και βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό το 2023 είναι η εξής:

– Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.

– Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).

– Άμεση επαναφορά των τριετιών.

– Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).

– Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.

– Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.
Δείτε ολόκληρη την μελέτη ως συνημμένο αρχείο

Source