Πατήστε το πλήκτρο "Enter" για να μεταβείτε στο περιεχόμενο

Οι σημαντικότερες φορολογικές και άλλες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου (νόμος 4786/2021)

Άρθρο 54
Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών – Τροποποίηση του άρθρου 16 του ν. 4714/2020

Στο άρθρο 16 του ν. 4714/2020 (Α’ 148): α) στην παρ. 3 τροποποιείται το τρίτο εδάφιο ως προς τον χρόνο εφαρμογής και αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο, β) στην παρ. 4 τροποποιείται το προτελευταίο εδάφιο, προκειμένου να γίνεται αναφορά στα εκκρεμή και όχι στα κατατεθέντα για τη διαφορά δικόγραφα, γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6, καθώς και στο πρώτο και τρίτο εδάφιο της παρ. 9 εξειδικεύεται η αναφορά στα Μέλη των Τμημάτων της Επιτροπής, δ) η παρ. 8 τροποποιείται, προκειμένου να γίνεται αναφορά στην καταβολή του ποσού του κύριου φόρου και όχι και του αυτοτελούς προστίμου, ε) στην παρ. 10 τροποποιείται το πρώτο εδάφιο ως προς την ανά συνεδρίαση αμοιβή των πρώην δικαστικών λειτουργών, των μελών του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Γενικού Προϊσταμένου της Επιτροπής και ως προς την πρόβλεψη αμοιβής των εισηγητών εφοριακών υπαλλήλων και προστίθεται νέο τελευταίο εδάφιο, στ) προστίθεται παρ. 15 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 16
Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών

1. Συστήνεται στη Γενική Γραμματεία Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας, Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών. Έργο της Επιτροπής είναι η εξώδικη επίλυση των εκκρεμών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων φορολογικών διαφορών. Έδρα της Επιτροπής ορίζεται η Αθήνα και Παράρτημα της Επιτροπής λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη. Η Επιτροπή λειτουργεί σε τριμελή Τμήματα, ο συνολικός αριθμός των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί τα δέκα (10). Τα Τμήματα της Επιτροπής, τα οποία λειτουργούν στην Αθήνα είναι αρμόδια για τις υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Διοικητικών Εφετείων Αθήνας, Πειραιά, Πατρών, Τρίπολης και Χανίων και των Διοικητικών Πρωτοδικείων που εδρεύουν στις Περιφέρειες αυτών. Τα Τμήματα της Επιτροπής, τα οποία λειτουργούν στην Θεσσαλονίκη είναι αρμόδια για τις υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Ιωαννίνων και Κομοτηνής και των Διοικητικών Πρωτοδικείων που εδρεύουν στις Περιφέρειες αυτών. Πρόεδρος εκάστου Τμήματος ορίζεται πρώην δικαστικός λειτουργός των Διοικητικών Δικαστηρίων με βαθμό τουλάχιστον Προέδρου Εφετών.

Μέλη εκάστου Τμήματος ορίζονται ένας πρώην δικαστικός λειτουργός των Διοικητικών Δικαστηρίων με βαθμό τουλάχιστον Εφέτη και ένα (1) μέλος του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Στα Τμήματα εισηγούνται χωρίς δικαίωμα ψήφου εφοριακοί υπάλληλοι. Της Επιτροπής προΐσταται Γενικός Προϊστάμενος. Ως Γενικός Προϊστάμενος ορίζεται πρώην μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή πρώην δικαστικός λειτουργός των διοικητικών δικαστηρίων με βαθμό τουλάχιστον Προέδρου Εφετών. Ο Γενικός Προϊστάμενος επιβλέπει και συντονίζει τις εργασίες των Τμημάτων της Επιτροπής χωρίς να συμμετέχει σε αυτές και κατανέμει στα Τμήματα τις ασκηθείσες αιτήσεις. Σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος ή έλλειψης του Γενικού Προϊσταμένου αυτός αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο Τμήματος που ορίζεται με την απόφαση της παρ. 2. Σε περίπτωση απουσίας, κωλύματος ή έλλειψης Προέδρου ή μέλους Τμήματος, αυτός ή αυτό αναπληρώνεται από Πρόεδρο ή μέλος άλλου Τμήματος αντίστοιχα με πράξη του Γενικού Προϊσταμένου.

2. Ο Γενικός Προϊστάμενος και ο αναπληρωτής αυτού Πρόεδρος Τμήματος, τα τακτικά μέλη, οι εισηγητές εφοριακοί υπάλληλοι και οι Γραμματείς της Επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Τα μέλη της Επιτροπής που είναι πρώην δικαστικοί λειτουργοί, ορίζονται μετά από πρόταση του Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων. Τα μέλη της Επιτροπής που είναι μέλη του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ορίζονται μετά από πρόταση του Προέδρου αυτού.

3. Ο διάδικος φορολογούμενος σε εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων διαφορές από πράξη επιβολής φόρου ή προστίμων κατά τη φορολογική νομοθεσία μπορεί να υποβάλει αίτηση ενώπιον της Επιτροπής της παρ. 1 με αίτημα την εξώδικη επίλυση της διαφοράς. Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Το αίτημα μπορεί να αφορά μόνο σε υποθέσεις που εκ-κρεμούν και δεν έχουν συζητηθεί, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Το προηγούμενο εδάφιο καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της Επιτροπής της παρ. 1.

4. Με την αίτηση εξώδικης επίλυσης μπορεί να προβληθούν παραδεκτά οι κάτωθι περιοριστικά αναφερόμενοι ισχυρισμοί:

α) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο ή πρόστιμο λόγω παρόδου του χρόνου εντός του οποίου η Φορολογική Διοίκηση είχε δικαίωμα προς καταλογισμό αυτών.

β) Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον επίδικο φόρο ή πρόστιμο λόγω λήψης φορολογικού πιστοποιητικού χωρίς επιφύλαξη.

γ) Εσφαλμένο καταλογισμό του φόρου ή προστίμου λόγω πρόδηλης έλλειψης φορολογικής υποχρέωσης ή αριθμητικού σφάλματος.

δ) Αναδρομική εφαρμογή της ευμενέστερης φορολογικής κύρωσης σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά από τη νομολογία του ΣτΕ.

ε) Μείωση του πρόσθετου φόρου, του τόκου, των προσαυξήσεων και των προστίμων γενικώς, δυνάμει της παρ. 8.

Οι ισχυρισμοί των περ. α) έως δ) πρέπει να περιλαμβάνονται στα εκκρεμή για τη διαφορά δικόγραφα, τα οποία προσκομίζονται με επιμέλεια του φορολογουμένου. Το αίτημα εξώδικης επίλυσης είναι απαράδεκτο όταν το εκκρεμές ένδικο βοήθημα ή μέσο, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι, κατά την κρίση της επιτροπής, εκπρόθεσμο.

5. Η αίτηση υποχρεωτικά υπογράφεται από δικηγόρο και αναφέρει το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, αριθμό φορολογικού μητρώου, την ηλεκτρονική διεύθυνση και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας του φορολογουμένου, του νόμιμου αντιπροσώπου του, αν υποβάλλεται δε από νομικό πρόσωπο, ένωση προσώπων ή ομάδα περιουσίας, την επωνυμία και την έδρα τους, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, καθώς και το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, αριθμό φορολογικού μητρώου, ηλεκτρονική διεύθυνση και την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας και του χώρου εργασίας του εκπροσώπου τους.

6. Η εξέταση των αιτήσεων εξώδικης επίλυσης ολοκληρώνεται το αργότερο έως τις 28 Μαΐου 2021 και τα πρακτικά εξώδικης επίλυσης εκδίδονται έως τις 31 Ιουλίου 2021, ημερομηνία, κατά την οποία λήγει η θητεία του Γενικού Προϊσταμένου, των μελών των Τμημάτων της Επιτροπής και των Γραμματέων. Αιτήσεις που δεν εξετάστηκαν μέχρι τις 28 Μαΐου 2021, θεωρείται ότι απορρί-φθηκαν σιωπηρά και επανεισάγονται με επιμέλεια της Γραμματείας των Επιτροπών στο αρμόδιο Δικαστήριο χωρίς τη σύνταξη πρακτικού. Για όσο διάστημα η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Επιτροπών, η δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμοδίου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου αναστέλλεται. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.

7. Η Επιτροπή ελέγχει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς με βάση τη νομολογία και την πάγια πρακτική της Φορολογικής Διοίκησης. Μπορεί να προτείνει την εν όλω ή εν μέρει αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματος, υποβάλλει δε, σε κάθε περίπτωση, συγκεκριμένη πρόταση στον αιτούντα, στην οποία αναγράφονται τα ποσά του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων, των τόκων, των προσαυξήσεων και των προστίμων. Για την καταβολή του ποσού του συμβιβασμού που εμπεριέχεται στην ανωτέρω πρόταση εφαρμόζεται η παρ. 8. Η πρόταση της Επιτροπής περιέχει επαρκή αιτιολογία και κοινοποιείται στον αιτούντα από τη γραμματεία της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 (Α’ 170). Εάν ο αιτών αποδεχθεί την πρόταση της Επιτροπής εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση αυτής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό εξώδικης επίλυσης, το οποίο δημοσιεύεται στον ιστότοπο του Υπουργείου Οικονομικών, τηρουμένων των διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η αποδοχή επιβεβαιώνεται με την υπογραφή της πρότασης από τον αιτούντα. Ο αιτών κατά το χρονικό σημείο της υπογραφής της πρότασης, επιλέγει και τον επιθυμητό αριθμό δόσεων. Ο αριθμός των δόσεων είναι ίδιος, τόσο για την καταβολή του κύριου φόρου όσο και για την καταβολή των πρόσθετων φόρων, τόκων, προσαυξήσεων και προστίμων. Το πρακτικό εξώδικης επίλυσης είναι εκτελεστός τίτλος κατά την έννοια του άρθρου 45 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) και το αναγραφόμενο σε αυτό ποσό βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο, ενώ η αρχική βεβαίωση διαγράφεται. Η διαγραφή της αρχικής βεβαίωσης συνεπάγεται την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής του αρχικού τίτλου βεβαίωσης έως την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής που προκύπτει από το πρακτικό. Το ως άνω πρακτικό που κοινοποιείται στον αιτούντα από τη γραμματεία της Επιτροπής, επιλύει αμετάκλητα την εκκρεμή διαφορά και δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφόσον επί του συνολικού ποσού που προκύπτει για τον φορολογούμενο, καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου που οφείλεται ή ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) σε περίπτωση αυτοτελών προστίμων, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίησή του και χωρίσει νομίμως η εξόφληση του συνόλου αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8.

Ποσά που έχουν καταβληθεί έναντι του κύριου φόρου ή του αυτοτελούς προστίμου συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό του ποσοστού του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) αντίστοιχα. Αν δεν τηρηθούν οι όροι των προηγούμενων εδαφίων, καθώς και εάν δεν καταβληθούν δύο (2) συνεχόμενες μηνιαίες δόσεις ή καθυστερήσει η καταβολή των δύο (2) τελευταίων δόσεων για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο συμβιβασμός ανατρέπεται αναδρομικά, θεωρείται ότι δεν επήλθε ποτέ και καταβληθέντα ποσά θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν έναντι της οφειλής του αρχικού τίτλου, ο οποίος βεβαιώνεται εκ νέου ως δημόσιο έσοδο. Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον αιτούντα της πρότασης της επιτροπής, συντάσσεται πρακτικό ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης. Το πρακτικό εξώδικης επίλυσης ή το πρακτικό ματαίωσης αυτής κοινοποιούνται άμεσα, με επιμέλεια της γραμματείας των επιτροπών, στο δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση. Με την κοινοποίηση του πρακτικού εξώδικης επίλυσης η υπόθεση τίθεται αυτοδίκαια στο αρχείο με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου. Σε περίπτωση μη αποδοχής από τον αιτούντα της πρότασης της επιτροπής και σύνταξης πρακτικού ματαίωσης της εξώδικης επίλυσης η ανασταλείσα δίκη συνεχίζεται.

8. Η καταβολή του ποσού του κύριου φόρου, το οποίο προκύπτει από τον συμβιβασμό μετά από την αφαίρεση του ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) κατά την παρ. 7, πραγματοποιείται σε 1 έως 24 δόσεις χωρίς να ισχύουν επ’ αυτού τα αναγραφόμενα στον κατωτέρω πίνακα ποσοστά έκπτωσης. Σε περίπτωση προβολής του ισχυρισμού της περ. ε) της παρ. 4, η καταβολή αποκλειστικά των αναλογούντων προσθέτων φόρων, τόκων, προσαυξήσεων και προστίμων πραγματοποιείται με κλιμακούμενο ποσοστό έκπτωσης, αναλόγως προς τον αριθμό των δόσεων που έχει επιλέξει ο φορολογούμενος ως κατωτέρω:
 

Αριθμός δόσεων

Ποσοστό έκπτωσης (%)

1

75

2-4

65

5-8

55

9-12

50

13-16

45

17-20

40

21-24

35

Η καταβολή των ανωτέρω δόσεων δεν επιβαρύνεται με τόκο, τέλος χαρτοσήμου ή οποιοδήποτε άλλο ποσό. Ποσά που έχουν καταβληθεί έναντι του κύριου φόρου, των πρόσθετων φόρων, των τόκων, των προσαυξήσεων και των προστίμων συνυπολογίζονται. Το ποσό του συμβιβασμού δεν δύναται να υπαχθεί σε άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής.

9. Ο Γενικός Προϊστάμενος, ο Πρόεδρος και τα μέλη των Τμημάτων της Επιτροπής ασκούν τα καθήκοντά τους ανεξάρτητα, χωρίς να δέχονται οδηγίες ή υποδείξεις. Μπορούν να παυθούν με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μόνο για σοβαρούς λόγους που άπτονται της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. O Γενικός Προϊστάμενος, ο Πρόεδρος και τα μέλη των Τμημάτων της Επιτροπής δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν υπέχουν ποινική και αστική ευθύνη για αιτιολογημένη γνώμη ή εισήγηση ή πρόταση που διατύπωσαν ή απόφαση που εξέδωσαν ή παράλειψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός από την περίπτωση που ενήργησαν με πρόθεση και με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψουν το Δημόσιο ή άλλον κατά τα οριζόμενα στις κείμενες ποινικές διατάξεις ή σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους κατά το άρθρο 17 του ν. 4174/2013. Για πράξεις ή παραλείψεις του προηγουμένου εδαφίου, ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) στην οποία τεκμηριώνεται ειδικά και εμπεριστατωμένα ότι οι ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις τελέστηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο. Προς τον σκοπό αυτόν, η Ε.Α.Δ. μπορεί να ζητά στοιχεία ή να διαβιβάζει τις όποιες αναφορές ή καταγγελίες κατά πράξεων ή παραλείψεων του Γενικού Προϊσταμένου, του Προέδρου και των μελών των ως άνω Επιτροπών σε κάθε άλλη αρμόδια αρχή ή υπηρεσία, προκειμένου να συνδράμει, με κάθε πρόσφορο μέσο, το έργο της Ε.Α.Δ.. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω αρχές και υπηρεσίες υποχρεούνται να απαντούν σε αιτήματα της Ε.Α.Δ. ή να εξετάζουν και να αποφαίνονται επί διαβιβασθεισών σε αυτές καταγγελιών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραλαβή τους. Για την υποβοήθηση του έργου της αρμόδιας οργανικής μονάδας της Ε.Α.Δ. αποσπώνται δύο (2) υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. με αποδεδειγμένη εμπειρία στα ως άνω θέματα ως Επιθεωρητές Ελεγκτές, με κοινή απόφαση του Διοικητή της Ε.Α.Δ. και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, που μπορεί να ανανεωθεί άπαξ, χωρίς να απαιτείται σχετική πρόσκληση ή γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος ή έως την ημερομηνία συμπλήρωσης της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος αν αυτή επέρχεται νωρίτερα, ο Διοικητής της Ε.Α.Δ. μπορεί να υποβάλει γραπτή αίτηση για τη συνέχιση εκκρεμών ποινικών διαδικασιών κατά του Γενικού Προϊσταμένου, του Προέδρου και των μελών των ως άνω Επιτροπών, υπό τους όρους της παρούσας. Εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, δεν εκδικάζονται οι σχετικές υποθέσεις και χορηγείται αυτεπαγγέλτως αναβολή. Εφόσον δεν υποβληθεί αίτηση, παύει η ποινική δίωξη και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο.

10. Για τους πρώην δικαστικούς λειτουργούς και για τα μέλη του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που συμμετέχουν στα Τμήματα της Επιτροπής, προβλέπεται αμοιβή ανά συνεδρίαση ύψους τριακόσια τριάντα (330) ευρώ, για τους εισηγητές εφοριακούς υπαλλήλους εκατόν είκοσι (120) ευρώ και για τον Γενικό Προϊστάμενο της Επιτροπής μηνιαία αμοιβή που ισούται με τη μηνιαία αμοιβή του Προέδρου του Τμήματος της Επιτροπής που λαμβάνει την ανώτερη αμοιβή. Η αμοιβή του προηγούμενου εδαφίου φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη. Η καταβολή της αμοιβής του προηγουμένου εδαφίου δεν συνεπάγεται την αναστολή ή την περικοπή καταβολής της σύνταξης των πρώην δικαστικών λειτουργών κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη. Το σύνολο των πρόσθετων αμοιβών των εισηγητών εφοριακών υπαλλήλων δεν μπορεί να υπερβαίνει το όριο της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), υπολογιζόμενου σε ετήσια βάση.

11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε ειδικότερο ή λεπτομερειακό ζήτημα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της επιτροπής, τον αριθμό των τμημάτων, τον τόπο συνεδρίασης αυτής, την τηρητέα ενώπιόν της διαδικασία, τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεών της, τα δικαιολογητικά και λοιπά έγγραφα, τα οποία οφείλει να προσκομίζει ο αιτών, την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της, την παράταση της προθεσμίας υποβολής της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παρ. 3 και των προθεσμιών της παρ. 6, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα σχετικά με τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ποσού που προκύπτει από το πρακτικό συμβιβασμού.

12. Εφόσον εις βάρος του αιτούντος έχουν επιβληθεί και πρόσθετοι φόροι, τόκοι, προσαυξήσεις και πρόστιμα, λογίζεται ότι στο αίτημα εξώδικης επίλυσης της φορολογικής διαφοράς εμπεριέχεται και αίτημα για μείωσή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 8.

13. Με εξαίρεση τα αναφερόμενα στα δύο πρώτα εδάφια, η παρ. 9 καταλαμβάνει τον Προέδρο και τα μέλη της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διάφορων του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994 (Α’ 151), σε σχέση με τις γνώμες που διατύπωσαν ή τις αποφάσεις που εξέδωσαν ή τις παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για το χρονικό διάστημα συμμετοχής τους στην παραπάνω επιτροπή.

14. Με εξαίρεση τα αναφερόμενα στα δύο πρώτα εδάφια, η παρ. 9 καταλαμβάνει και τους υπαλλήλους και τους προϊσταμένους της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σε σχέση με τις γνώμες ή εισηγήσεις που διατυπώνουν ή τις αποφάσεις που εκδίδουν ή τις παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

15. Οι παρ. 3, 4, 8 και 10 ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 4714/2020