Πατήστε το πλήκτρο "Enter" για να μεταβείτε στο περιεχόμενο

ΣτΕ 2634-2648/2021: Εισφορές υπέρ ΙΚΑ επί υπερημερίας εργοδότη σε άκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας: Αφαιρούνται οι καταβληθείσες για εργασία που προσέφερε ο εργαζόμενος σε άλλον εργοδότη στο ωράριο της μη νομίμως διακοπείσας εργασιακής σχέσης

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΣτΕ Α’ 2634-2648/2021 Α’ Τμ..
Πρόεδρος:  Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητές: Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλος
Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδρος

 
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Απόφαση πολιτικού δικαστηρίου για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και την αναγνώριση/καταψήφιση μισθών υπερημερίας. Υποχρέωση του υπερήμερου εργοδότη να καταβάλει εισφορές. Αφαιρούνται οι καταβληθείσες εισφορές για εργασία που προσέφερε ο εργαζόμενος σε άλλον εργοδότη στο ωράριο της μη νομίμως διακοπείσας εργασιακής σχέσης
 
Σε περίπτωση ακυρότητας της εκ μέρους του εργοδότη καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η άρνηση του εργοδότη να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, κατ’ άρθρ. 656 Α.Κ., να απαιτήσει για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε τον μισθό του και ό,τι άλλο θα εισέπραττε ως αν η προσφορά της εργασίας συνεχιζόταν κανονικά. Ο εργοδότης όμως δικαιούται να αφαιρέσει από τον μισθό καθετί που ο μισθωτός ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της σε άλλον εργοδότη ή με αυταπασχόλησή του, εφόσον η ωφέλεια συνδέεται αιτιωδώς με το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη του. Ως εκ τούτου, δεν αφαιρείται, ως μη συνδεόμενη αιτιωδώς με την υπερημερία του εργοδότη, η ωφέλεια που προέρχεται από δραστηριότητα του εργαζομένου, προϋπάρχουσα ή μη, πραγματοποιούμενη εκτός του ωραρίου της ακύρως καταγγελθείσας εργασιακής σχέσης. Εξάλλου, από τα άρθρ. 8 και 25 α.ν. 1846/1951 προκύπτει ότι οι οφειλόμενες προς το Ι.Κ.Α. ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένων υπολογίζονται επί των πράγματι καταβαλλόμενων από τον εργοδότη αποδοχών, εφόσον όμως υπερβαίνουν εκείνες που τυχόν καθορίζονται επιτακτικώς από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις. Αν οι πράγματι καταβαλλόμενες από τον εργοδότη αποδοχές υπολείπονται εκείνων που καθορίζονται επιτακτικώς από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των τελευταίων τούτων αποδοχών και όχι επί των πράγματι καταβαλλόμενων.

Περαιτέρω, από τα άρθρ. 2 παρ. 2 και 8 περ. 2 α.ν. 1846/1951 συνάγεται ότι ως ημέρες εργασίας υπαγόμενες στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. θεωρούνται και οι ημέρες κατά τις οποίες ο υπαγόμενος στην ασφάλιση εργαζόμενος δικαιούται κατά νόμο αμοιβή αν και δεν εργάζεται. Τέτοια δε περίπτωση συντρέχει και όταν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον μισθό του σύμφωνα με το άρθρ. 656 του Α.Κ. Επομένως, εάν η εργασιακή σχέση δεν διακόπηκε με νόμιμο τρόπο διότι ο εργοδότης προέβη σε άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μισθωτού και ο μισθωτός έχει αξίωση επί μισθών υπερημερίας, παραμένει ενεργή και η ασφαλιστική σχέση του μισθωτού, ο δε υπερήμερος εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α. καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που υφίσταται η υποχρέωση του ίδιου να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας στον εργαζόμενο. Οι οφειλόμενες από τον υπερήμερο εργοδότη εισφορές υπολογίζονται επί των νόμιμων ή συμβατικών αποδοχών που θα λάμβανε ο εργαζόμενος αν δεν είχε παύσει να παρέχει την εργασία του στον υπερήμερο εργοδότη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, και δεν λαμβάνεται υπόψη το τελικό ποσό οφειλής του εργοδότη το οποίο προκύπτει αφού αφαιρεθεί κάθε ωφέλημα του εργαζομένου από τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό του, κατ’ άρθρ. 656 του Α.Κ. Λαμβάνονται, ωστόσο, υπόψη για τον υπολογισμό του οφειλόμενου από τον υπερήμερο εργοδότη ποσού εισφορών τυχόν εισφορές που έχουν καταβληθεί στο Ι.Κ.Α. υπέρ του ίδιου εργαζομένου για εργασία που προσέφερε αυτός σε άλλον πλην του υπερήμερου κατά τα ανωτέρω εργοδότη μέσα στο ωράριο της μη νομίμως διακοπείσας εργασιακής σχέσης. Στην περίπτωση αυτή, ο υπερήμερος εργοδότης δεν υποχρεούται να καταβάλει το σύνολο των εισφορών που αναλογούν στις αποδοχές που θα λάμβανε ο μισθωτός αν δεν εμποδιζόταν να εργαστεί λόγω υπερημερίας του εργοδότη του, αλλά τη διαφορά μεταξύ των εισφορών αυτών και των εισφορών που καταβλήθηκαν από τον άλλον εργοδότη, εφόσον οι τελευταίες υπολείπονται των πρώτων. Εξάλλου, απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου επί αγωγής μισθωτού για αναγνώριση ή καταψήφιση μισθών υπερημερίας υπέρ αυτού για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης του, μη αποδεχόμενος την εργασία του, είχε καταστεί υπερήμερος, δεν ισχύει έναντι όλων και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. τα διοικητικά δικαστήρια. Κατά συνέπεια, τα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να προσδιορίσουν τις οφειλόμενες στο Ι.Κ.Α. εισφορές, δεν δεσμεύονται ως προς το ύψος των συμβατικών μισθών υπερημερίας από τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που εκδόθηκε επί αγωγής του εργαζομένου κατά του εργοδότη του και επιδίκασε τέτοιους μισθούς, αλλά μπορούν να κρίνουν διαφορετικά ως προς τα ζητήματα αυτά αιτιολογώντας ειδικώς την αντίθετη κρίση τους, συνεκτιμώντας και οποιοδήποτε πρόσφορο προς τούτο αποδεικτικό στοιχείο. Ο χαρακτήρας δε της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου ως αναγνωριστικής της αξίωσης του εργαζομένου ή καταψηφιστικής δεν επάγεται ως προς το ζήτημα αυτό καμία διαφορετική έννομη συνέπεια.